αλάθητο

αλάθητο
Η λέξη προέρχεται από το στερητικό α και το ρήμα λανθάνω και σημαίνει τη δυνατότητα να μην κάνει κανείς σφάλματα, να μη λαθεύει, να μη σφάλλει. α. της Εκκλησίας. Διδασκαλία της Αγίας Γραφής και της ιερής παράδοσης, σύμφωνα με την οποία η Εκκλησία θεωρείται αναμάρτητη και αλάθητη. Ως Εκκλησία εννοείται το σύνολο των πιστών που αποτελεί το σώμα του Χριστού, ο οποίος ενσαρκώνει την αλήθεια. Είναι δηλαδή ο οίκος του θεού όπου κατοικούν ο Χριστός και το Άγιο Πνεύμα, που καθοδηγούν τους πιστούς και επομένως είναι αδύνατο να κάνει η Εκκλησία λάθη.Το α. της Εκκλησίας, ορατής και αόρατης, παραδέχονται και η Ανατολική και η Δυτική Εκκλησία, εκτός από τους διαμαρτυρόμενους που το δέχονται μόνο για την αόρατη. Ενώ η Δυτική θεωρεί ότι το α. εκπροσωπείται από τον ίδιο τον πάπα ως άτομο, η Ανατολική θεωρεί ότι αυτό εκπροσωπείται από την Εκκλησία ως σύνολο, που αντιπροσωπεύεται από τις οικουμενικές συνόδους. α. του Πάπα. Η διδασκαλία αυτή της Δυτικής Εκκλησίας έγινε δόγμα το 1870, στη σύνοδο του Βατικανού, όταν πάπας ήταν ο Πίος Θ’. Σύμφωνα με το δόγμα αυτό ο πάπας είναι αλάθητος όταν αποφαίνεται επίσημα ως αυθεντία (ex cathedra, καθέδρας), για ζητήματα που έχει ερωτηθεί και τα οποία έχουν σχέση με την πίστη και τα ήθη. Αυτό γίνεται με την επιστασία του Αγίου Πνεύματος. Όταν όμως εκφράζει γνώμη ως ιδιώτης διδάσκαλος, τότε μπορεί να κάνει λάθη. Το α. του Πάπα στηρίχτηκε από τους δυτικούς θεολόγους, πάνω σε ορισμένα κείμενα της Αγίας Γραφής (Ματθ. 16, 18 και Λουκ. 22, 32).
* * *
το
η ιδιότητα ή η ικανότητα κάποιου να μη διαπράττει σφάλματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουδ. τού επιθέτου αλάθητος με χρήση ουσιαστικού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Παλαιοκαθολικός — Καθολικός χριστιανός που δεν αναγνωρίζει το αναμάρτητο (αλάθητο) του πάπα. Οι αποφάσεις στη Σύνοδο του Βατικανού (1869) για το αλάθητο του πάπα, προκάλεσαν μεγάλη αντίδραση στη Γερμανία όπου, το 1873, ιδρύθηκε η Εκκλησία των Παλαιοκαθολικών. Η… …   Dictionary of Greek

  • αλάθητος — η, ο (Μ αλάθητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν κάνει λάθη, ο αλάθευτος 2. αυτός που δεν διαπράττει αμαρτήματα, ο αναμάρτητος 3. αυτός που δεν περιέχει λάθη, ο αλάνθαστος 4. το ουδ. ως ουσ. το αλάθητο* μσν. αυτός που δεν λησμονιέται ή δεν μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • δόγμα — Όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη νομική επιστήμη για να προσδιορίσει ένα διάταγμα ή έναν νόμο που θεσπιζόταν από τις επίσημες αρχές, χωρίς δυνατότητα συζήτησης ή αντίρρησης. Στις φιλοσοφικές σχολές δ. ονομάστηκαν οι θεμελιώδεις αρχές κάθε… …   Dictionary of Greek

  • πάπας — I Επώνυμο δύο Ελλήνων λογίων. 1. Άνθιμος. Λόγιος του 19ου αι. Καταγόταν από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Δίδαξε στην ελληνική σχολή του Νουσάτζ της Ουγγαρίας (1806 10) και σε εκείνην της Βουδαπέστης από το 1811. Στην τελευταία αυτή πόλη κυκλοφόρησε… …   Dictionary of Greek

  • αλάθευτος — αλάθευτος, η, ο και αλάθητος, η, ο 1. αυτός που δεν κάνει λάθη: Καυχιόταν πως ήταν κυνηγός αλάθευτος. 2. αυτός που δεν πέφτει σε αμαρτίες: Παραδεχόταν πως ως άνθρωπος δεν ήταν αλάθητος. 3. το ουδ. ως ουσ., το αλάθητο η ιδιότητα να μην κάνει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παλαιοκαθολικισμός — ο εκκλ. κίνηση μέσα στους κόλπους τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που μεταξύ άλλων δεν δέχεται το αλάθητο τού πάπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Παλαιοκαθολικός + ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • αδιαπτωσία — ἀδιαπτωσία, η (Α) [ἀδιάπτωτος] το να μη σφάλλει κανείς, το αλάνθαστο, το αλάθητο …   Dictionary of Greek

  • αναμαρτησία — η (Α ἀναμαρτησία) [ἀναμάρτητος] 1. το να μην πέφτει κανείς σε σφάλματα, το αλάθητο 2. το να μην πέφτει κανείς σε αμαρτίες, αθωότητα, αγνότητα …   Dictionary of Greek

  • μαικήνας — (Gaius Maecenas, 69; – 8 π.Χ.). Ρωμαίος συγγραφέας και πολιτικός. Από οικογένεια ευγενών ετρουσκικής καταγωγής, υπήρξε φίλος και σύμβουλος του Οκταβιανού από νεαρή ηλικία. Πολέμησε μαζί του στους Φιλίππους, και, αν και δεν είχε επίσημο αξίωμα,… …   Dictionary of Greek

  • παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”